-
1 πλησμονή
πλησμον-ή, ἡ,A a being filled, satiety, opp. ἔνδεια, κένωσις, Pl.R. 571e, Smp. 186c; esp. with food, repletion, surfeit, Hp.Aph.2.4;οὔτε π. οὔτε μέθη X.Cyr.4.2.40
, cf. Phld.Mus.p.62K.;ἐς πλησμονάς E.Tr. 1211
;ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ' οὔ Id.Fr. 895
;ἐσθίειν εἰς π. LXXEx.16.3
: c. gen.,τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐστὶ πάντων π. Ar.Pl. 189
, cf. Isoc.1.20;π. ὑγροῦ Hp.Aph.7.62
;τιμῆς τε καὶ νίκης Pl.R. 586d
, etc.; alsoπ. περί τι Id.Lg. 837c
;π. ἀπό τινος Luc.Nigr.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλησμονή
-
2 Κύπρις
Κύπρις, ῐδος, ἡ, acc. Κύπριν and Κύπριδα, Il.5.330, 458:— Cypris, a name of Aphrodite, from the island of Cyprus, Il. ll.cc. (never in Od.), Sapph.5.1, Corinn.Supp.2.58 ([etym.] Κούπρι), etc.; joined with Ἀφροδίτη, h.Ven.2; K.2 metaph., of a beautiful girl, a Venus, Opp.H.4.235.II as Appellat., love, passion, E.Ba. 773;Κύπριν ὑφαρπάζειν Ar.Ec. 722
; λαθραία K. Eub. 67.8; ἐν πλησμονῇ τοι K. Men.Mon. 159, cf. B.Fr.16.4, E.Fr. 951.III = sq., Eust.1574.24, Sch.Od.7.125. [[pron. full] ῠ by nature; in [dialect] Ep. [pron. full] ῡ by position; never in Com., exc. in parodies.]
См. также в других словарях:
κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… … Dictionary of Greek